περιαίρεσις

περιαίρεσις
-έσεως, ἡ, ΝΑ [περιαιρώ]
μσν.
άνοιγμα («ἡ περιαίρεσις τῆς θύρας»)
(αρχ)
1. η αφαίρεση από το γύρω μέρος («περιαίρεσις φλοιοῡ», Θεόφρ.)
2. μετακίνηση, απομάκρυνση
3. εκτομή
4. η αφαίρεση τών αγαθών από κάποιο πρόσωπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιαίρεσις — stripping off fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρέσει — περιαίρεσις stripping off fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιαιρέσεϊ , περιαίρεσις stripping off fem dat sg (epic) περιαίρεσις stripping off fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρέσεις — περιαίρεσις stripping off fem nom/voc pl (attic epic) περιαίρεσις stripping off fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαίρεσιν — περιαίρεσις stripping off fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՓԱՐԱԲԱՐՁՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0936 Chronological Sequence: 6c գ. περιαίρεσις, περιαίρημα detractio, amputatio. Պարաբարձումն. շուրջանակի ʼի բաց բարձումն. *Աճեցեալ եւ նուազեալ (քառանկիւնւոյ) ըստ անկեանն փարադրութեան կամ փարաբարձութեան, ո՛չ եղեւ երկար կամ բոլորակ, այլ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • περιαιρέσεως — περιαιρέσεω̆ς , περιαίρεσις stripping off fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”