- περιαίρεσις
- -έσεως, ἡ, ΝΑ [περιαιρώ]μσν.άνοιγμα («ἡ περιαίρεσις τῆς θύρας»)(αρχ)1. η αφαίρεση από το γύρω μέρος («περιαίρεσις φλοιοῡ», Θεόφρ.)2. μετακίνηση, απομάκρυνση3. εκτομή4. η αφαίρεση τών αγαθών από κάποιο πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.